βρῖθον

βρῖθον
βρίθω
to be heavy
pres part act masc voc sg
βρίθω
to be heavy
pres part act neut nom/voc/acc sg
βρίθω
to be heavy
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
βρίθω
to be heavy
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”